Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Το ημερολόγιο του DJ - Εκτός ανταγωνισμού


Μυθοπλασία. 
Αθεράπευτα ρομαντικός και ονειροπόλος. Ένας χαζός για τους λογικούς υποταγμένος που νομίζουν ότι όλα λογίζονται. Είμαι στην θάλασσα και κολυμπάω. Αίθριος ο καιρός. 32 βαθμοί. 4 μποφόρ. Κύμα ελαφρύ. Άνετα τα καβαλάω και ακολουθώ πορεία προς μία νέα γη. Εκεί απέναντι μου είπαν και πίστεψα, γιατί ήθελα. Μία ξαφνική ριπή του αέρα. Το στρήμα μου βούλωσε το αυτί. Συνεχίζω. Κουράζομαι. 

Σταματάω. Κάνω το ψόφιο ανάσκελα. Μετράω τα σύνεφα. Το αυτί μου κάνει κάτι περίεργους ήχους. Γκουκ γκλουκ. Τώρα άπνοια. Ευτυχώς που δεν είμαι ιστιοφόρο. Ακούω τον ήχο του βυθού. Τι να έχει άραγε εκεί κάτω; Κάνω ανάποδο μακροβούτι φυσώντας τον αέρα από την μύτη για να μην μπει το νερό και με τσούξει. Ένα, δύο, τέσσερα, οκτώ μέτρα. Τα μιλίγκια μου πονάνε από την πίεση. Κάνω εξίσωση. Συνεχίζω. Οι ακτίνες του ήλιου σχηματίζουν ένα φωτινό ανοιχτό πηγάδι. Μαγεία. Λίγο ακόμα. Σκάω. Τα παρατάω. Αναδύομαι. Η επιφάνεια με λυτρώνει και ανασαίνω γρήγορα ακολουθώντας τους γοργούς παλμούς της καρδιάς. Μα που βγήκα; Ένα ταχύπλοο έρχεται καταπάνω μου. Βουτάω. Η καρίνα του σκάφους περνάει ένα μέτρο πάνω από τα πόδια μου. Ξαναβγαίνω και ρίχνω μερικά μπινελίκια. Άντε γαμήσου ρε, με την κακή έννοια. Όχι να το ευχαριστηθείς. Ψόφα και να σε θάψουν με το μπουρδέλο το σκάφος σου ρε. Μα τι φταίει οι άνθρωπος; Εγώ βγήκα ξαφνικά  μπροστά του. Τέλος πάνον. Συνεχίζω την πορεία μου. Για να δω. Που είναι ο Ήλιος. Α ναι. Από που ήρθα. Να από εκεί. Άρα, εντάξει. Από εκεί θα πάω. Στη νέα γη μου είπαν ότι θα βρω την θέση που πραγματικά μου αξίζει. Θα είμαι εκεί που πρέπει και όχι εκεί που με θέλουν. Εκεί που μου αξίζει. Συνεχίζω. Νυχτώνει. Συνεχίζω. Ο ρυθμός μου είναι αρκετά αργός ώστε να μην κουράζομαι. Νικάω τα ρεύματα. Όλα καλά. Αρκεί να μην χαλάσει ο καιρός. Νύχτωσε. Φουσκώνω την μικρή βαρκούλα μου και απλώνω την πλωτή άγκυρα. Ελπίζω να μην παρασυρθώ προς την αντίθετη κατεύθυνση. Καβαλάω την βαρκούλα. Αποκαμωμένος κοιμάμαι ακαριαία. Μία φασαρία σαν μάνικα νερού. Τρομάρα μεγάλη. Τι στο καλό; Οχ; Το νερό έχει γεμίσει πυγολαμπίδες; Κοιτάω δεξιά και αριστερά. Μικρά σωματίδια λαμπυρίζουν και στροβιλίζονται μέσα στο βυθό. Ξαφνικά ένας ήχος μου τσιτώνει τις τρίχες. Ουουουιι. Α φάλαινα. Όχι φάλαινες. Τραγουδάνε. Το παιδί ξυπνάει μέσα μου και αρχίζω και τους απαντάω με σφυρίγματα. Ουουιιιιι. Φου φου φου. Ουιιι. Φου Φου γκουχ γκουχ. Με πιάνει βήχας και συ χρόνος σκάω στα γέλια και κλάνω. Ένας διάττοντας αστέρας σκίζει τον ουρανό και σκάει σε δύο σημεία της τροχιάς του. Οχ; Ο ουρανός είναι πεντακάθαρος. Εκατομμύρια αστέρια, πλανήτες. Οχ; Χαζεύω μαγεμένος μασουλώντας μία μπάρα δημητριακών. Ξανακοιμάμαι. Στον ύπνο μου βλέπω ότι κάνω ένα ζεστό ντουζ. Με σαμπουάν και σαπούνι, όχι σκέτο. Μετά σκουπίζομαι με μία κίτρινη πετσέτα. Κίτρινη πετσέτα; Πότε απέκτησα εγώ κίτρινη πετσέτα; Ξυπνάω. Ο Ήλιος με θαμπώνει. Σκουπίζω τα ξεραμένα σάλια. Κατουράω και πίνω λίγο νερό. Οι προμήθειες μου. Η στολή μου,τα βατραχοπέδιλα, τα γυαλάκια, η βαρκούλα με την πλωτή άγκυρα. Μπάρες δημητριακών και ένα μπουκάλι νερό μόνο για την γεύση. Ετοιμάζομαι για πορεία. Ο κυριούλης που είχα συναντήσει μου είχε πει ότι η χώρα των δικαίων είναι τρεις μέρες κολύμπι από εδώ που βρισκόμαστε. Να κολυμπήσω με το μαγιό μου ή γυμνός. Να μην πάρω τίποτα μαζί μου. Μου το τόνισε.  Μα που ακριβώς; Ρωτούσα με επιμονή. Να προς τα εκεί θα πας δυτικά. Εκεί είναι η Πάρος. Όχι δεν είναι η Πάρος. Είναι εκεί ανάμεσα. Που; Στον χάρτη δεν έχει τίποτα. Δεν είναι στο χάρτη μην κάνεις σαν παιδί. Άκου. Πας εκεί μόνο κολυμπώντας και άμα πας, ούτε θα θέλεις, ούτε θα μπορείς να επιστρέψεις. Θα μας ξεχάσεις εμάς. Χα χα χα. Και καλά θα κάνεις αφού εκεί είναι η χώρα των δικαίων. Στην Δύση είναι η χώρα των δικαίων; Του λέω σουφρόνοντας τα φρίδια μου. Δεν είναι στην δύση. Σου είπα, δεν ακούς. Θα κολυμπίσεις δυτικά, αλλά στην πραγματικότητα πας δυτικά και μετά βόρια ή νότια, ανάλογα με τη μούρλα σου  και τελικά ανατολικά. Μα καλά κύκλους θα κάνω. Ναι κύκλους. Χα χα χα. Καλά καλά, κολύμπα εσύ δυτικά και ξέχνα τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Και δεν μου λες, αφού κανένας δεν επιστρέφει εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά. Μην βάζεις κουβέντες στο στόμα μου που δεν είπα. Εσύ δεν θα μπορείς και δεν θα θέλεις να επιστρέψεις. Ε δεν πιστεύω πια να είσαι τόσο μαζόχας χα χα χα. Ναι αλλά εσύ, που τα ξέρεις όλα αυτά; Έχεις πάει; Ναι. Και πως ξαναήρθες με βάρκα; Όχι όχι με βάρκα δεν μπορείς. Παλιά είχε πλοίο και αεροπλάνο. Τα πάντα. Μετά τα κόψανε όλα έως και τα τηλέφωνα. Η γη αυτή είναι σαν να μην υπάρχει την σβήσανε από παντού. Μόνο όταν φτάσεις στη μέση της διαδρομής να θυμάσαι ότι δεν χρειάζεσαι τίποτα από εδώ. Άστα όλα πίσω. Και τίποτα να μην πάρεις μαζί σου. Ότι χρειάζεσαι τα έχεις μέσα σου. Λοιπόν άντε γεια. Πάω να φύγω. Είπε και με άφισε ξερό να κοιτάω τη θάλασσα. Αυτή η κουβέντα είχε γίνει πριν από 8 ολόκληρα χρόνια. Κάθε καλοκαίρι σκεφτόμουν αν το κάνω και τελικά δείλιαζα. Φέτος πήγα στην κηδεία εκείνου του παππού. Είπα να κάτσω στο προαύλιο της εκκλησίας γιατί είχαν το φέρετρο ανοιχτό, επιπλέον τα ουρλιαχτά των αδερφάδων του με ανατριχιάζανε. Οἴμοι οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! οἴμοι πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος. Τα λόγια των παπάδων με γαλήνεψαν κάπως. Σιγά σιγά, πλησίασα την πόρτα, έριξα δύο κέρματα και άναψα δύο κεριά. Σταυροκοπήθηκα νευρικά. Μετά πλησίασα προς το ιερό. Ο παπάς είχε το ύφος 10 καρδιναλίων, σοβαρός και κοφτός. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. Άλλαξε στο πιο δουλοπρεπικό. Χμ ο δούλος του θεού, τη μέρα ψέλνει και τη νύχτα τσακίζει δυο προβατίνες στην καθισιά του. Έτοιμος να σκάσει είναι. Γκουχ γκουχ. Έβηξα από το θυμιατό. Θόλωσα και μετά γαλήνεψα. Δεν θα δω το πτώμα. Όχι όχι. άστο μωρέ. Όχι δεν θα δω. Αχχ σαν να κοιμάται είναι το μανάρι μου. Φώναξε τραβηχτά μία αδερφή του. Α για να δω. Έκανα μία προσποίηση σαν δήθεν να κοιτάω το ρολόι μου σουφρώνοντας τα χείλια και τα φρύδια μαζί. Περπάτησα λίγο πίσω από τους ψάλτες. Τους προσπέρασα. Μπροστά μου ήταν το ταμπλό του ιερού. Με μία αργή κίνηση σηκώνω το κεφάλι και κοιτάω αριστερά. Οχ; Ήταν ωραίος και με χρώμα σαν ζωντανός. Και με ένα χαμόγελο σαρδόνιο. Σαν να μου λέει βρε πανηλίθιε ακόμα εδώ είσαι; Τα έχασα και άρχισα να περπατάω γρήγορα προς την έξοδο. Στην πορεία πάτησα κάτι κυρίες. Ζώον, άκουσα να με ξεφωνίζουν χαμηλοφώνως. Αυτά συνέβησαν πριν από τρεις μέρες. Είμαι ήδη σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα στη θάλασσα. Είναι απόγευμα και είμαι εξαντλημένος. Κολυμπάω αργά, ίσα ίσα να κουνιέμαι και να μην με παρασέρνει το ρεύμα. Τα δάχτυλα μου έχουν παπαριάσει τόσο πολύ που το δέρμα μοιάζει να κρέμεται από τα κόκαλα. Το δαχτυλίδι μου κουνιέται. Σφίγγω την γροθιά μου για να μην φύγει. Κολυμπάω. Τα νύχια μου καρφώνονται στο δέρμα. Αχ αίμα. Αίμα; Ξαφνικά οι σκέψεις μου πάνε στο χειρότερο και να ένα πτερύγιο. Αυτό μου έλειπε τώρα. Ένα κοπάδι σκυλόψαρα κολυμπάει λίγα μέτρα μακριά μου. Σταματάω να κολυμπάω και βγάζω το ματωμένο χέρι μου από το νερό. Πρέπει να παραμείνω ψύχραιμος και ακίνητος. Το κοπάδι με προσπερνάει. Απομακρύνεται. Κρατάω ασυναίσθητα την ανάσα μου. Το κοπάδι απομακρύνεται κι άλλο. Δεν το βλέπω πια. Ξεφυσάω και ταυτόχρονα μία σταγόνα αίμα πέφτει στο νερό. Γαμώτο. Αρχίζω να ρουφάω το νερό με μανία και να το καταπίνω. Εντάξει. Όλα καλά. Ξαφνικά βλέπω από κάτω μου μία σκιά να με έρχεται με ταχύτητα. Ένα σκυλόψαρο μου δαγκώνει το βατραχοπέδιλο και το τραβάει. Πανικός. Παλεύω με το σκυλόψαρο που είναι περίπου δύο μέτρα. Αααααα. Αααααα. Φωνάζω με όλη μου τη δύναμη και παλεύω. Το βατραχοπέδιλο βγαίνει και βυθίζεται. Παλεύω με ασπίδα την διπλωμένη βάρκα και την πλωτή άγκυρα. Τα ξεσκίζει και τα δύο, σπάει και το γυαλάκια μου. Αχχ! Ξαφνικά. Όπως ήρθε, φεύγει. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Έχω μείνει με ένα βατραχοπέδιλο, χωρίς βάρκα, χωρίς άγκυρα. Το νερό. Που είναι το νερό; Μου έφυγε και το νερό. Εντάξει. Είμαι στην θάλασσα, δεν μπορώ να αφυδατωθώ. Έχω και μερικές μπάρες δημητριακών ακόμα. Έχει και καλό καιρό. Θα ξεκουραστώ επιπλέοντας ανάσκελα. Καλά θα είμαι. Όλα καλά. Ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα 45 νούμερο και μία στολή για δύτες. Θέλετε και βαρίδια; Βαρίδια; Τι να τα κάνω τα βαρίδια; Μα δεν μου είπατε ότι θα κάνετε ψαροντούφεκο; Μου είπε ο καταστηματάρχης. Α ναι ναι. Βαρίδια έχω του μπάρμπα μου και ψαροντούφεκο. Τι να του έλεγα του ανθρώπου ότι θα κολυμπήσω προς μία άγνωστη γη, θα με έπαιρνε για τρελό. Ε και μία μικρή φουσκωτή βάρκα θέλω και μία πλωτή άγκυρα. Επίσης γυαλάκια θαλάσσης. Δεν θέλετε καλλίτερα μία μάσκα; Όχι όχι δεν με βολεύει με κόβει στο κούτελο. Τα γυαλάκια παρακαλώ, ότι καλλίτερο έχετε. Αν και ο παππούς μου είχε τονίσει να μην πάρω τίποτα μαζί μου, εγώ πήρα τα μέτρα μου. Στολή, βατραχοπέδιλα, γυαλάκια, βάρκα, πλωτή άγκυρα, νερό, μπάρες δημητριακών. Και τώρα τι μου έμεινε; Απόλυτο σκοτάδι. Απόψε δεν βλέπω τίποτα. Μάλλον θα έχει συννεφιά.  Είναι τρομαχτικά. Είναι η δεύτερη νύχτα που περνάω στην θάλασσα. Μοναξιά. Ο ουρανός, το νερό, τα ψάρια και εγώ. Δεν αισθάνομαι πιο μόνος τώρα από πριν. Η ύπαρξη μου ήταν πάντα βαθιά μέσα μου και μακριά από το κάθε τι. Δεν ξέρω γιατί. Μία παχιά σταγόνα στο κούτελο μου διέκοψε τις σκέψεις. Γλυκό νερό! Ανοίγω διάπλατα το στόμα και ευχαριστιέμαι την κάθε σταγόνα. Σύντομα πιάνει δυνατή βροχή. Αστραπές. Βροντές και καταρρακτώδης βροχή. Ευχαριστώ. Φωνάζω με δύναμη. Βρέχει για αρκετά λεπτά, ίσως μισή ώρα. Σταματάει και ένα αεράκι πιάνει. Ο κυματισμός δυναμώνει. Το πρώτο φως της ημέρας.  Κακοκαιρία, αέρας και ψιλά κύματα. Ο Ήλιος κάνει την εμφάνιση του ανάμεσα στη θάλασσα και τα σύννεφα. Καλημέρα Ήλιε. Φωνάζω. Χα χα καλημέρα και άντε γεια. Και χάνεται πίσω από την συννεφιά. ΤΑ μαλλιά μου ανεμίζουν λες και είναι στεγνά. Κολυμπάω αλλά είναι μάταιο. Ανεβοκατεβαίνω σε κύματα ύψους δύο μέτρων. Ένας μίνι ανεμοστρόβιλος σηκώνει σταγόνες νερού και μεταφέρεται γρήγορα μάλλον νότια. Ε; ναι. Από εκεί βγήκε Ήλιος, άρα από την άλλη είναι η δύση και. Σκατά. Δεν ξέρω που είναι τι. Μία φαγούρα στο στήθος με ταλαιπωρεί από χθές. Κατεβάζω το φερμουάρ και ξύνομαι με μανία. Αχ. Πάλι πήγε να φύγει. Το 'πιασα. Δεν θα μου φύγεις έτσι εύκολα. Δεύτερη φορά. Τα χέρια μου είναι σε κακά χάλια. Είναι μπλε μοβ και μυρίζουν κάτι μεταξύ σε ψάρι και τυρί ροκφόρ. Μάλλον η όσφρηση μου τα έχει παίξει. Μπλιάχ. Μία αίσθηση αίματος στο στόμα και τη μύτη. Αχ και αυτή η φαγούρα. Κατεβάζω πάλι το φερμουάρ και ξύνομαι με το άλλο χέρι αυτή τη φορά. Το άλλο σε σφιχτή γροθιά, να μην μου φύγει το δαχτυλίδι. Η κατάσταση έχει γίνει απελπιστική. Το ένα κύμα μετά το άλλο με ανεβοκατεβάζουν και σχεδόν κυλάω κάθε φορά που είμαι στο πλάι τους. Δεν έχει νόημα να κολυμπήσω γιατί δεν ξέρω προς τα που να πάω. Κάνω μία απότομη κίνηση και πιάνω την τελευταία μπάρα δημητριακών. Σκίζω νευρικά το πλαστικό και την τρώω. Βγάζω την θηκούλα και την αφήνω να βυθιστεί. Βγάζω και τη ζώνη. Η φαγούρα με έχει αποκάνει. Νιώθω να καίγεται το στήθος μου. Τώρα με τρώνε και τα πόδια μου και αχ η πλάτη, ο κώλος μου. Εντάξει έως εδώ ήταν. Βγάζω το βατραχοπέδιλο και το κρατάω στο χέρι. Αρχίζω να κατεβάζω το φερμουάρ και να βγαίνω από τη στολή. Στα κομμάτια. Ανακουφίζομαι στιγμιαία. Αλλά μάλλον πρέπει να βγάλω και το μαγιό. Το κατεβάζω. Ξαφνικά ένα κύμα με κουκουλώνει και με στροβιλίζει. Μα πως είναι δυνατό; Τα κύματα δεν σκάνε στη μέση του πελάγους. Χτυπάω ελαφριά το κεφάλι μου σε κάτι. Τι είναι; Άμμος. Άμμος; Σε δύο μέτρα βάθος έχει άμμο. Να ήταν λίγο πιο ρηχά θα μπορούσα να σταθώ. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την σκέψη μου και ένα πελώριο κύμα σκάζοντας, με παρέσυρε με τα μούτρα στην άμμο. Βγήκα στην επιφάνεια και ξέρασα νερό και άμμο. Ξανά. Αυτή τη φορά μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά, γέμισαν άμμο και νερό. Ξαναβγήκα. Η γροθιά σφιχτή. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια. Αδύνατο. Τσούξιμο και πόνος. Ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη. Πλαφ. Κι άλλο κύμα με διακόπτει. Αυτή τη φορά με παρασύρει σε λίγο πιο βαθιά. Ανοίγω το ένα μου μάτι και κολυμπάω προς την επιφάνεια. Βγαίνω και ανασαίνω με οξύ πόνο σαν να βήχω προς τα μέσα. Κι άλλο κύμα. Αυτή τη φορά χτυπάω το κεφάλι μου σε ένα βράχο. Άστραψε το μυαλό μου. Αστεράκια και απελπισία. Έχω παραλύσει; Όχι. Εντάξει. Ας βγω. Κολυμπάω προς την επιφάνεια. Κολυμπάω και η αναπνοή μου μου σώνεται. Νιώθω τις φλέβες στο λαιμό μου να φουσκώνουν. Που είναι; Που είναι; Σταματάω. Κοιτάω πάνω. Μπλέ γκρί. Κοιτάω κάτω μπλέ γκρι. Κοιτάω δεξιά αριστερά. Η γροθιά σφιχτή. Α να εκπνεύσω να δω προς τα που θα πάνε οι μπουρμπουλήθρες. Δεν έχω ανάσα. Σκάω. Πανικός. Προς τα εκεί. Κολυμπάω και φτάνω στο βυθό. Στο βυθό; Τι γίνεται;  Πρέπει να προσπαθήσω να ηρεμήσω. Χωρίς ανάσα, χωρίς ελπίδα, λίγο δύσκολο. Αλλά πρέπει. Μόνο όταν φτάσεις στη μέση της διαδρομής να θυμάσαι ότι δεν χρειάζεσαι τίποτα από εδώ. Άστα όλα πίσω. Και τίποτα να μην πάρεις μαζί σου. Ότι χρειάζεσαι τα έχεις μέσα σου. Ήταν τα λόγια του κυριούλη. Είπα μέσα μου αφέσου, αφέσου. Ξεσφίγγω τη γροθιά. Με ευκολία το δαχτυλίδι φεύγει προς τα πάνω, σε αντίθετη κατεύθυνση από τις μπουρμπουλήθρες. Αφέσου. Βγάζω και τον λιγοστό αέρα από τα πνευμόνια μου. Αφέσου. Κάνω να πάρω ανάσα και γεμίζω νερό. Σπασμοί. Αφέσου. Αφέσου ντε. Ένα βιολετί φως. Ζέστη. Πως είναι δυνατόν; Αφέσου. Μία ζεστή αγκαλιά. Ένα χάδι. Αφέσου. Αφέσου. Αφήνομαι. Αφήνομαι. Αφέσου. Αφήνομαι. Αφέθηκα. Ένα τρυφερό φιλί, ένα χάδι, ζέστη, βιολετί φως. Έχω αφεθεί. Έφτασα. 
Motivator Damian
florabox.gr
skoulikinet.blogspot.gr
www.skouliki.net  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου